αγωνιώ

Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(Α ἀγωνιῶ, -άω) ἀγωνία
κατέχομαι από αγωνία, ανησυχώ υπερβολικά, φοβάμαι
νεοελλ.
καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, παιδεύομαι, μοχθώ
αρχ.
αγωνίζομαι με προθυμία και ζήλο, παλεύω, συναγωνίζομαι.