διάζομαι
English (LSJ)
A set the warp in the loom, i.e. begin the web, Nicopho5; opp. προφορεῖσθαι τὸν στήμονα, Sch.Ar.Av.4; cf. δίασμα: διέζετο (post διαείδεται) · διεσχίζετο, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
διάζομαι: ἀποθ., τοποθετῶ, τακτοποιῶ τὸν στήμονα εἰς τὸν ἱστὸν («ἐργαλειό»), ἀρχίζω νά ὑφαίνω (κοιν. «διάζομαι»), Νικοφ. Πανδωρ. 1· ἀντίθ., προφορεῖσθαι τὸν στήμονα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 4· -πρβλ. δίασμα, ἄττομαι.
Spanish (DGE)
1 colocar la urdimbre en el telar, comenzar el tejido ὁ δ' ἐξυφαίνεθ' ἱστός, ὁ δὲ διάζεται Nicopho 13, καὶ ἐδιάσατο τοὺς ἑπτὰ βοστρύχους τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ref. a Sansón, LXX Id.16.14, οἱ διαζόμενοι los tejedores LXX Is.19.10, Sch.Ar.Au.4b, cf. Hsch.s.u. διήντετο, Sud.s.u. ᾆσμα.
2 fig. urdir, configurar ἐδιάσω με ἐν γαστρὶ μητρός μου Aq.Ps.138.13.
• Etimología: Comp. sobre la r. que da lugar a ἄττομαι q.u., c. -ζ- analóg. de los verbos en -ζω.
Greek Monolingual
(AM διάζομαι)
1. ετοιμάζω το στημόνι για τον αργαλειό
2. επείγομαι, βιάζομαι
αρχ.
διευθετώ στον ιστό τον στήμονα, αρχίζω να υφαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + άττομαι (< άτ-ψομαι). Ο τ. διάζομαι σχηματίστηκε αναλογικά προς τα ρήματα σε -ζω].