άγια

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

τα (πληθ. ουδ. του επιθ. άγιος ως ουσ.)
1. τα τίμια δώρα της θείας λειτουργίας, δηλ. ο αγιασμένος άρτος και ο οίνος, ιδίως κατά τη στιγμή που παρουσιάζονται στους πιστούς από τον ιερέα
2. κόλλυβα σε μνήμη αγίου υπέρ υγείας τών εορταζόντων, σε αντίθεση προς τα πεθαμένα, που γίνονται για μνημόσυνα νεκρών
3. φρ. «σηκώνουν (ή βγαίνουν) τα άγια», γίνεται η μεγάλη είσοδος
λέγεται όταν ο ιερέας, υψώνοντας τα τίμια δώρα, βγαίνει από την αριστερή είσοδο του Αγίου Βήματος, διασχίζει τη βόρεια πλευρά και το κέντρο του ναού και, μπαίνοντας πάλι στο ιερό από την Ωραία Πύλη, τά αποθέτει στην Αγία Τράπεζα
«τὰ ἅγια τοῑς ἁγίοις», λειτουργική φράση που εκφωνείται μελωδικά από τους ιερείς πριν από το Κοινωνικό.