αγρολήπτης

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
γεωργός που καλλιεργεί μισθωμένο κτήμα, καταβάλλοντος ως ενοίκιο ένα προσυμφωνημένο ποσοστό τών παραγόμενων προϊόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγρός + λήπτης < λαμβάνω.
ΠΑΡ. αγροληπτικός, αγροληψία].