ογεωργός που καλλιεργεί μισθωμένο κτήμα, καταβάλλοντος ως ενοίκιο ένα προσυμφωνημένο ποσοστό τών παραγόμενων προϊόντων.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγρός + λήπτης < λαμβάνω.ΠΑΡ. αγροληπτικός, αγροληψία].