ευδία

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και βδία και βιδιά, η (Α εὐδία, ιων. τ. εὐδίη) αίθριος και γλυκός καιρός, καλοκαιρία («ἐκ χειμῶνος εὐδία», Πίνδ.)
αρχ.
1. ηρεμία, ησυχία, γαλήνη («ἐν εὐδίᾳ γὰρ ὁρῶ ὑμᾱς», Αισχύλ.)
2. φρ. «σαρκὸς εὐδία» — καλή κατάσταση του σώματος («εἰς ἔμ᾿ εὐδίαν ἔχων» — αισθάνομαι άνετα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ-διF-. Πρόκειται δηλ. για λέξη σύνθετη από το ευ και την ασθενή βαθμίδα μιας αρχαίας λέξεως με σημ. «ημέρα» — πρβλ. Ζευς, γεν. ΔιFός και επίθ. δῑος (< διFιος). Ομοιότητα στον σχηματισμό παρουσιάζει το αρχ. ινδ. sudiv-, su-div-a-m «ωραία μέρα»].