ἰουλίζω

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

[ῐ],

   A become downy or hairy, Tryph.53, cf.Phot.

German (Pape)

[Seite 1256] einen Milchbart bekommen, κροτάφοισιν Tryphiod. 52; VLL. τῆς γενειάδος ἄρχεσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἰουλίζω: μέλλ. ίσω, χνοάζω, ἀπαντᾷ μόνον παρὰ Τρυφιοδ. (53), ἀλλ’ ἡ λέξις ἦτο παλαιοτέρα, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Φωτ. Λεξ.: «ἰουλίζων, ὁ τῆς γενειάδος ἀρχόμενος».

Greek Monolingual

ἰουλίζω (Α) ίουλος
αποκτώ ίουλο, αρχίζω να βγάζω γένι.