χνοάζω

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χνοάζω Medium diacritics: χνοάζω Low diacritics: χνοάζω Capitals: ΧΝΟΑΖΩ
Transliteration A: chnoázō Transliteration B: chnoazō Transliteration C: chnoazo Beta Code: xnoa/zw

English (LSJ)

prop. of youths,
A get the first down, Him.Or.7.3; also of girls, αὐλητρίδες ἄρτι χνοάζουσαι Metag.4.3 (hex.); cf. χλοάζω Iv.
II χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα just sprinkling his hair with white, S.OT742.

German (Pape)

[Seite 1361] mit seinem Haar od. mit seinem, wolligem Flaume bedeckt sein, bes. das erste Milchhaar bekommen, als Zeichen beginnender Mannbarkeit; auch αὐλητρίδες ἄρτι χνοάζουσαι, Metagen. bei Ath. XIII, 571 b. Bei Soph. O. R. 742 aber, χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα, eben den ersten Anflug von grauem Haare bekommend, vom beginnenden Greisenalter.

French (Bailly abrégé)

avoir son premier duvet, sa première barbe ; p. anal. χν. λευχανθὲς κάρα SOPH avoir la première floraison de cheveux blancs.
Étymologie: χνόος.

Russian (Dvoretsky)

χνοάζω: покрываться первым пушком: χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα Soph. начавший только седеть, чуть с проседью.

Greek (Liddell-Scott)

χνοάζω: μέλλ. -άσω, κυρίως ἐπὶ νεανιῶν, ἀρχίζουν να φαίνων· ται εἰς τὸ πρόσωπόν μου αἱ πρῶται λεπταὶ ὡς χνοῦς τρίχες, ὡς τὸ χνοάω, ἠβῶντας καὶ ἰούλῳ τῷ πρώτῳ χνοάζοντας Ἰμέρ? σ. 516· καὶ ἐπὶ κορασίδων, ἄρτι χνοαζούσας αὐλητρίδας Μεταγέν. ἐν «Αὔραις» 1. 3, ἔνθα ἴδε Meineke II. χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα, μόλις ἀρχόμενος να ἔχῃ λευκὰς τρίχας (πρβλ. τὸ Σαιξπήρειον ‘sable silvered'), Σοφ. Οἰδ. Τύρ, 742.

Greek Monolingual

Α χνόος /χνοῦς]
1. (για νέο) αρχίζουν να φαίνονται στο πρόσωπό μου οι πρώτες τρίχες, αποκτώ χνούδι, χνουδιάζω («ἡβῶντας καὶ ἰούλῳ τῷ πρώτῳ χνοάζοντας», Ιμέρ.)
2. φρ. «χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα» — μόλις άρχισαν να ασπρίζουν τα μαλλιά του (Σοφ.).

Greek Monotonic

χνοάζω: μέλ. -άσω, λέγεται για τους νέους, όταν εμφανίζεται η πρώτη τριχοφυΐα στο πρόσωπό τους· μεταφ., χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα, μόλις είχε αρχίσει να βγάζει λευκές τρίχες στο κεφάλι του (πρβλ. Σαιξπηρικό «sable silvered»), σε Σοφ.

Middle Liddell

χνοάζω, fut. -άσω
of youths, to get the first down on the chin: metaph., χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα just sprinkling his hair with white (cf. Shakspeare's "sable silvered"), Soph.