καλυβίτης

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A living in a hut, Str.7.5.12.

German (Pape)

[Seite 1314] ὁ, der in einer Hütte wohnt, καὶ λυπρόβιοι Strab. VII, 318; Eust.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλῠβίτης: -ου, ὁ, ζῶν ἐντὸς τῆς καλύβης, καλυβῖταί τινες καὶ λυπρόβιοι Στράβ. 318, Εὐστ. Πονημάτ. 244. 1· ὡς ἐπώνυμον, Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης Ὡρολόγ. Ἰανουαρ. 15.

Greek Monolingual

ο (AM καλυβίτης) αυτός που κατοικεί σε καλύβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβη + -ίτης (πρβλ. σκην-ίτης, στυλ-ίτης)].