ίτυς
Greek Monolingual
-υος, η (Α ἴτυς)
1. η στεφάνη, η περιφέρεια ή το χείλος αντικειμένων με κυκλικό ή καμπυλωτό σχήμα, η άντυξ
2. το καμπύλο εσωτερικό θόλου ή αψίδας
αρχ.
1. στρογγυλή ασπίδα
2. (ειδ.) προφυλακτήρας του τρυπάνου
3. φρ. α) «ἴτυς βλεφάρων» — το καμπύλο, το κύρτωμα τών βλεφάρων
β) «ἴτυς πλευρών» — η πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Fί-τυς, που ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα wi- της ΙΕ ρίζας wei- «στρέφω, κάμπτω» (πρβλ. ιτέα) και συνδέεται με λατ. viēre «στρέφω», αρχ. ινδ. vyayati «στρέφει», λιθουαν. veju «στρέφω». Η λ. εμφανίζει κατάλ. -τυς (< -tu- ή -tw-) που μαρτυρείται και σε αρχ. πρωσ. witway «ιτιά», αρχ. σλαβ. vĕtvĭ «κλαδί». Η λατ. λ. vitus «ίτυς» αντιστοιχεί ακριβώς προς τον τ. ἴτυς, αλλά είναι πιθ. να αποτελεί δάνειο].