προφυλακτήρας
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
Greek Monolingual
ο, Ν
τεχνολ. α) εξάρτημα του αμαξώματος τών αυτοκινήτων στο πρόσθιο και στο οπίσθιο μέρος τους, από παραμορφώσιμο έλασμα μετάλλου ή ενδοτικού πλαστικού, με προορισμό την προστασία του αμαξώματος από προσκρούσεις οφειλόμενες σε τροχαία συμβάντα μικρής ταχύτητας
β) σύνολο από μεταλλικά ελάσματα ή ξύλινες σανίδες που έχει σκοπό να προφυλάσσει τους εργαζομένους από πιθανά ατυχήματα λόγω της κίνησης τών κινητών μερών τών μηχανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προφυλάσσω + επίθημα -τηράς (πρβλ. θερμαντήρας). Η λ., στον πληθ. προφυλακτῆρες, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ].