ἡμίφλεκτος

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ον,

   A half-burnt, App.BC5.88, Luc.DDeor.13.2; by love, Theoc.2.133; half-cooked, Hp.Epid.2.6.29.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίφλεκτος: -ον, ἡμίκαυστος, ἡμιφλεγής, νῆες Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 88, Λουκ. Θεῶν Διαλ. 13. 2· ἐξ ἔρωτος, Θεόκρ. 2. 133.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié brûlé ou consumé.
Étymologie: ἡμι-, φλέγω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίφλεκτος, -ον)
σχεδόν φαγωμένος από τη φλόγα, μισοκαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ-φλεκτος, ομό-φλεκτος].