ἡμίκαυστος
From LSJ
English (LSJ)
(so Thphr. De Lapidibus 53, Charito 1.3) or ἡμί-καυτος, ον, half-burnt, Ael.VH 13.2, D.C.50.35, Jul.Or.1.27d.
German (Pape)
[Seite 1168] halb verbrannt, Charit. 1, 3; auch ἡμίκαυτος, Ael. V. H. 13, 2 D. Cass. 50, 35.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίκαυστος: ἢ -καυτος, ον, κατὰ τὸ ἥμισυ κεκαυμένος, Αἰλ. Π. Ἱστ. 13. 2, Δίων Κ. 50. 35.
Greek Monolingual
και ημίκαυτος, -η, -ο (Α ἡμίκαυστος και ἡμίκαυτος, -ον)
μισοκαμένος, εν μέρει ή κατά το ήμισυ καμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -καυ(σ)τος (< καίω), πρβλ. ά-καυ(σ)τος, πυρί-καυ-(σ)τος].