ἡμίφλεκτος
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
ἡμίφλεκτον, half-burnt, App.BC5.88, Luc.DDeor.13.2; by love, Theoc.2.133; half-cooked, Hp.Epid.2.6.29.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié brûlé ou consumé.
Étymologie: ἡμι-, φλέγω.
German (Pape)
= ἡμιφλεγής.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίφλεκτος: наполовину обгоревший, полусгоревший Theocr., Luc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίφλεκτος: -ον, ἡμίκαυστος, ἡμιφλεγής, νῆες Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 88, Λουκ. Θεῶν Διαλ. 13. 2· ἐξ ἔρωτος, Θεόκρ. 2. 133.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίφλεκτος, -ον)
σχεδόν φαγωμένος από τη φλόγα, μισοκαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύφλεκτος, ομόφλεκτος].
Greek Monotonic
ἡμίφλεκτος: -ον (φλέγω), ημίκαυστος, ημιφλεγής, σε Θεόκρ., Λουκ.