κοπανιστός
Greek (Liddell-Scott)
κοπᾰνιστός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, κοπανισμένος, Γαλην. 14. 555.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑM κοπανιστός, -ή, -όν) κοπανίζω
1. κοπανισμένος, παρασκευασμένος με κόπανο, με κοπάνισμα
2. χτυπημένος στο γουδί, συντριμμένος, κονιορτοποιημένος
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η κοπανιστή
είδος μαλακού τυριού με πιπεράτη γεύση
2. φρ. «αέρας κοπανιστός» — κάτι τελείως ασήμαντο ή ανόητο, χωρίς αξία
μσν.
(για λάδι) αυτό που παράγεται από σύνθλιψη της ελιάς, αγνό, καθαρό.