κρούστα

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. η σκληρή και λεία επιφάνεια που σχηματίζεται πάνω σε ρευστές ουσίες, επίπαγος, πέτσα, τσίπα (α. «η κρούστα του γάλακτος» β. «κρούστα πάγου»)
2. στερεοποιημένη επιφάνεια άρτου, κόρα
3. (για πληγή) εφελκίδα, εσχάρα, κάκαδο
4. φρ. «φύλλο κρούστας» — λεπτό φύλλο ζύμης για επίστρωμα ή για περιτύλιξη γλυκισμάτων ή φαγητών που έχουν μορφή πίτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. crusta «σκληρή επιφάνεια, κέλυφος»].