ἀνάμαξις

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A impression, τοῦ εἴδους Alex.Aphr. de An.137.25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάμαξις: -εως, ἡ, ἔκθλιψις, ἐκπίεσις, Ὠριγ. ἐν Ἰωάνν. σ. 339.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
impresión τοῦ εἴδους Alex.Aphr.de An.137.25, cf. Origenes Io.20.24.

Greek Monolingual

ἀνάμαξις (-εως), η (Α) ἀναμάσσω
το να δέχεται κάποιος μια εντύπωση και να τή διατηρεί στον νου του, η αποτύπωση.