ἀναμάσσω
ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree
English (LSJ)
Att. ἀναμάττω, fut. ἀναμάξω (v. infr.): (v. μάσσω):—
A rub off or wipe off, ἔργον, ὃ σῇ κεφαλῇ ἀναμάξεις a deed (as if a stain), which thou wilt wipe off with or on thine own head (since it was believed that the pollution of murder was avoided by wiping the weapon on the victim's head), Od.19.92; τὰ μὲν ἐμῇ κεφαλῇ ἀναμάξας φέρω Hdt.1.155:—Med., ἀσέβειαν δημοσία -ξασθαι Paus.10.33.2; ἀναματτομένη τῷ προσώπῳ τοῦ αἵματος having [some of] the blood wiped on her face, Plu.Ant.77; τὸ ἑτέρου κακόν Ph.2.379; ψυχὴ ἀ. πάθος J.AJ 16.8.5; τοσαύτας ἀναμεμαγμένος κηλῖδας Porph.Chr.88.
II Med., knead one's bread, Ar.Nu.676 codd., cf. AB391.
2 receive an impression, Ti.Locr.94a; of the eyes, ἀ. τοὺς τύπους τῶν ὁρωμένων Arr.Epict.2.23.3; ἡ ψυχὴ ἀναμάττεσθαι δύναται τοὺς τῶν αἰσθητῶν τύπους Plot.4.3.26; ἀ. τὸ εἶδος Alex.Aphr. de An.137.1.
3 obtain an impression of, τὴν ψυχήν τινος διὰ τῶν λόγων Eun.Hist. p.266D.
4 refresh, refurbish, τὴν μνήμην Max.Tyr.8.2.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
I 1act. restregar c. ac. y dat., fig. de la mancha moral pagar ἔργον, ὃ σῇ κεφαλῇ ἀναμάξεις acción que restregarás en tu cabeza e.d. que pagarás con tu cabeza, Od.19.92, τὰ μὲν ... κεφαλῇ ἀναμάξας φέρω asumo en mi persona las consecuencias de ello Hdt.1.155, en v. pas. τοσαύτας ἀναμεμαγμένους κηλῖδας Porph.Chr.88.
2 en v. med. restregarse τῷ προσώπῳ τοῦ αἵματος ἀναματτομένη restregándose la cara con la sangre Plu.Ant.77
•fig. mancharse Φιλόμηλος ἀσέβειαν τὴν ἑαυτοῦ δημοσίᾳ παρέσχε σφίσιν ἀναμάξασθαι Filomelo hizo don de su propia impiedad para que se manchasen con ella públicamente Paus.10.33.2.
II usos esp. de la v. med.
1 amasarse su propio pan Ar.Nu.676, AB 391.
2 recibir como impresión o impronta, percibir de la vista τοὺς τύπους τῶν ὁρωμένων Arr.Epict.2.23.3, (ἡ ψυχή) ἀναμάττεσθαι δύναται τοὺς τῶν αἰσθητῶν τύπους Plot.4.3.26, τὸ εἶδος Alex.Aphr.de An.137.1
•fig. en gener. dejarse imprimir τὴν τοῦ νοήματος δύναμιν Cyr.Al.M.73.181C, cf. Clem.Al.Paed.1.12.98
•impregnarse, inficionarse τὸ ἑτέρου κακόν Ph.2.379, (ἡ ψυχή) πάθος ἀνεμάξατο μανίας (el alma) quedó penetrada de locura I.AI 16.260, cf. Eudoc.Cypr.2.260, de ahí ἀ. τὴν ψυχὴν ... διὰ τῶν λόγων recibir una huella en el alma a través de las palabras Eun.Hist.p.266.
3 fig. renovar, refrescar τὴν μνήμην Max.Tyr.2.2.
German (Pape)
[Seite 197] att. -μάττω, 1) Hom. Od. 19, 92 ἔρδουσα μέγα ἔργον, ὃ σῇ κεφαλῇ ἀναμάξεις, was du mit deinem Kopfe büßen wirst, eigentl. aufwischen, wegwischen; nachgeahmt von Her. 1, 155 τὸ μὲν γὰρ πρότερον ἐγώ τε ἔπρηξα καὶ ἐγὼ κεφαλῇ ἀναμάξας φέρω; ἀσέβειαν ἀναμάξασθαι, abbüßen, Paus. 10, 33, 2; vgl. Plut. Anton. 78 τῷ προσώπῳ τοῦ αἵματος ἀναματτομένη, besudelt. – 2) gew. im med. durchkneten, Ar. Nub. 666; durch Kneten etwas nachbilden, darstellen in Thon od. Wachs, ἀναμαξάμενον τὰν ὅλαν ἀποτελεῖν τάδε τὰ γεννάματα Tim. Locr. 94 a.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναμάξω, ao. ἀνέμαξα, pf. inus.
pétrir, masser ; fig. ἔργον ὃ σῇ κεφαλῇ ἀναμάξεις OD le méfait que tu essuieras sur ta tête, càd dont tu seras responsable;
Moy. ἀναμάσσομαι, pétrir ou essuyer sur soi : τῷ προσώπῳ τοῦ αἵματος ἀν. PLUT essuyer du sang sur son propre visage.
Étymologie: ἀνά, μάσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμάσσω: атт. ἀναμάττω
1 стирать, вытирать: ἀναμάττεσθαι τῷ προσώπῳ τοῦ αἵματος Plut. вытирать кровь на своем лице;
2 med. месить тесто (ἐν θυείᾳ Arph.);
3 лепить, формировать (ὕλη ἀναμαξαμένη Plat.);
4 заглаживать, искупать: κεφαλῇ ἀ. τι Hom., Her. платиться головой за что-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμάσσω: ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω (ἴδε μάσσω). Ἀποτρίβω ἢ ἀποσπογγίζω, ἔργον, ὃ σῇ κεφαλῇ ἀναμάξεις, ἔργον (ὡς ἐὰν ἦτο κηλὶς) τὸ ὁποῖον σὺ διὰ (τῶν τριχῶν) τῆς κεφαλῆς σου θὰ ἀποσπογγίσῃς, δηλ. σὺ θὰ εἶσαι ὑπεύθυνος δι’ αὐτό, Λατ. capite luere, Ὀδ. Τ. 92· οὕτω, τὰ μὲν .. ἐμῇ κεφαλῇ ἀναμάξας φέρω Ἡρόδ. 1. 155· οὕτω καὶ κατὰ μέσ. τύπον, Παυσ. 10, 33, 2· καὶ τῷ προσώπῳ τοῦ αἵματος ἀναματτομένη, ἀποσπογγίζουσα μέρος τοῦ αἵματος διὰ τοῦ ἑαυτῆς προσώπου (ἡ Κλεοπάτρα), Πλουτ. Ἀντ. 77. ΙΙ. Μέσ. ζυμώνω «ψωμί», - «αναμάττεσθαι, ἀναφυρᾶν» Α. Β. 391. 19, πρβλ. ἐκμάσσομαι. 2) ἀποτυπῶ τι εἰς ἐμαυτόν, ὕλαν δεξαμέναν τὰ ὁμοιώματα ἐς ἑαυτὰν καὶ οἷον ἀναμαξαμέναν Τίμ. Λοκρ. 94Α. 3) ἐκφαίνω, τὸν σωτήριον βίον Κλήμ. Ἀλεξ. 156· πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 23, 3. ― Πρβλ. ἐκμάσσω.
English (Autenrieth)
wipe off, μέγα ἔργον, ὃ σῇ κεφαλῇ ἀναμάξεις (fig. from the custom of murderers wiping off the bloody weapon upon the head of the slain, as if to divert their guilt upon the victim himself; hence, here = ‘shalt atone for with thine own life’ (cf. Od. 22.218), Od. 19.92†.
Greek Monolingual
ἀναμάσσω και -ττω (ΑΜ)
Ι ενεργ. σφουγγίζω, τρίβω, καθαρίζω κάτι
ΙΙ μέσ.
1. δέχομαι και διατηρώ μια εντύπωση στον νου μου
2. παίρνω τη μορφή κάποιου
3. συλλαμβάνω το νόημα
αρχ.
ζυμώνω το ψωμί μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά- + μάσσω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀνάμαξις.
Greek Monotonic
ἀναμάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, σπογγίζω, αποτρίβω, ἔργον ὃ σῇ κεφαλῇ ἀναμάξεις, έργο το οποίο εσύ με τις τρίχες του κεφαλιού σου θα σκουπίσεις, (σαν να ήταν κηλίδα), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, ταῦτα ἐμῇ κεφαλῇ ἀναμάξας φέρω, σε Ηρόδ. — Μέσ., ἀναματτομένη τῷ προσώπῳ τοῦ αἵματος, έχοντας σκουπίσει λίγο από το αίμα του προσώπου μου, σε Πλούτ.
Middle Liddell
to wipe off, ἔργον ὃ σῆι κεφαλῆι ἀναμάξεις a deed which thou wilt wipe off on thine own head (as if it were a stain), Od.; so, ταῦτα ἐμῆι κεφαλῆι ἀναμάξας Hdt.:—Mid., ἀναμάττεσθαι τῶι προσώπωι τοῦ αἵματος to have some of] the blood wiped on one's face, Plut.