ἀνάμαξις
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
-εως, ἡ, impression, τοῦ εἴδους Alex.Aphr. de An.137.25.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
impresión τοῦ εἴδους Alex.Aphr.de An.137.25, cf. Origenes Io.20.24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάμαξις: -εως, ἡ, ἔκθλιψις, ἐκπίεσις, Ὠριγ. ἐν Ἰωάνν. σ. 339.
Greek Monolingual
ἀνάμαξις (-εως), η (Α) ἀναμάσσω
το να δέχεται κάποιος μια εντύπωση και να τή διατηρεί στον νου του, η αποτύπωση.