ανάδυση

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἀνάδυσις) ἀναδύομαι
άνοδος από τα βάθη στην επιφάνεια του νερού
αρχ.
1. υποχώρηση, οπισθοχώρηση
2. πρόφαση για να αποφύγει κανείς κάτι.