λεπτογνώμων

Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A subtle in mind, Luc.JTr.27.

German (Pape)

[Seite 30] ον, von seinem Verstande, Luc. Iov. trag. 27.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτογνώμων: -ον, ὀξύνους, λεπτός, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 27.

French (Bailly abrégé)

ων, ον, gén. ονος;
à l’esprit fin.
Étymologie: λεπτός, γνώμη.

Greek Monolingual

λεπτογνώμων, -όγνωμον (Α)
οξύνους, ευφυής, οξυδερκής («ξυνεῑναι μὲν γὰρ εἰς ὑπερβολὴν ὀξύς ἐστι καὶ λεπτογνώμων», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο-γνώμων, σκληρο-γνώμων.