και μοιρασά και μοιρασιά, η (Μ μοιρασιά και μερασία)μοίρασμα, διανομήμσν.1. η πράξη της διαίρεσης στα μαθηματικά2. μερτικό, μερίδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιράζω (πρβλ. ανεβασιά < ανεβάζω)].