μοιρασιά

Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και μοιρασά και μοιρασιά, η (Μ μοιρασιά και μερασία)
μοίρασμα, διανομή
μσν.
1. η πράξη της διαίρεσης στα μαθηματικά
2. μερτικό, μερίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιράζω (πρβλ. ανεβασιά < ανεβάζω)].