αλογοσίδερο

Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
(συνήθως στον πληθυντικό) σιδερένιοι κρίκοι συνδεδεμένοι μεταξύ τους με αλυσίδα, με τους οποίους περιβάλλουν τα δύο μπροστινά πόδια τών αλόγων ή τών μουλαριών στο βόσκημα, για να μην απομακρύνονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + σίδερο].