(-άω)1. υλακτώ, γαβγίζω2. φωνάζω, βρίζω3. φρ. «αλυχτάει μα δεν δαγκάνει», θορυβεί, δημιουργεί φασαρία χωρίς να είναι επικίνδυνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἀλυκτῶ ΙΙ.ΠΑΡ. νεοελλ. αλυχταίνω, αλύχτημα, αλυχτησιά, αλυχτιά.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλυχτομανώ.