-η, -ο (Α ἄμισθος, -ον)1. ο δίχως μισθό ή πληρωμή2. αυτός που δεν πληρώνεται, που δεν παίρνει μισθόαρχ.αυτός που δεν πληρώνει αμοιβή, που παίρνει κάτι δωρεάν.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μισθός.ΠΑΡ. αμισθί, αμισθίαμσν.ἀμισθίας].