άμισθος

Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄμισθος, -ον)
1. ο δίχως μισθό ή πληρωμή
2. αυτός που δεν πληρώνεται, που δεν παίρνει μισθό
αρχ.
αυτός που δεν πληρώνει αμοιβή, που παίρνει κάτι δωρεάν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μισθός.
ΠΑΡ. αμισθί, αμισθία
μσν.
ἀμισθίας].