ανάγκαση

Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η αναγκάζω
1. χρεία, ανάγκη
2. καταναγκασμός, επίμονη πίεση
3. θυμός, οργή
4. σφίξιμο, τάνυσμα κατά την αποπάτηση
5. χρήση βίας
6. στον πληθ. ωδίνες τοκετού, πόνοι της γέννας.