ανάκειμαι
Greek Monolingual
(Α ἀνάκειμαι)
βρίσκομαι σε κάποιον χώρο ως αφιέρωμα, είμαι αφιερωμένος (ειδ. για αγάλματα «είμαι ανιδρυμένος, έχω ανεγερθεί»)
αρχ.
1. θεωρούμαι ως έργο κάποιου, αποδίδομαι σ' αυτόν
2. εξαρτώμαι
3. ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω
4. φρ. «πᾱν ἢ πάντα ἀνάκειται ἔς τινα», τα πάντα εξαρτώνται από τη θέληση κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κεῖμαι.