αναπλέκω
Greek Monolingual
(Α ἀναπλέκω και επικ. ἀμπλέκω)
1. πλέκω τα μαλλιά μου προς τα επάνω ή επιμελώς, καλοχτενίζω (στα αρχ. το μέσ
2. (για γραπτό λόγο) επεξεργάζομαι, καλλωπίζω, «χτενίζω»
(νεοελλ
1. ξαναπλέκωτα λυμένα μου μαλλιά
2. λύνω τα πλεγμένα μου μαλλιά, ξεπλέκω
αρχ.
1. πλέκω γύρω από κάτι, συμπλέκω
2. παθ. εμπλέκομαι, συμπλέκομαι.