αναριεύω

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ανάριος
1. τοποθετώ σε αραιά διαστήματα, αραιώνω
2. κάνω αραίωση, αφαιρώ, λιγοστεύω
3. κάνω κάτι αραιό κατά τη σύστασή του ανακατεύοντας το με νερό, αραιώνω
4. τοποθετούμαι σε αραιά διαστήματα, απομακρύνομαι από κάποιον
5. μετατοπίζομαι για να γίνει αραίωση, κάνω τόπο.