ανεμικός

Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἀνεμικός, -ή, -όν) άνεμος
μσν.
ανυπόστατος, πλαστός
νεοελλ.
Ι. το θηλ. ως ουσ.
1. η ανεμική
δυνατός άνεμος, θύελλα, καταιγίδα
2. ψυχική αναταραχή, συναισθηματική αναστάτωση
3. δύσκολη περίσταση, συμφορά
II. το ουδ. ως ουσ. το ανεμικό (αλλά και η ανεμική)
κακό δαιμόνιο, αερικό.