ανταποδεικνύω
Greek Monolingual
(Α ἀνταποδεικνύω κ. -δείκνυμι)
αποδεικνύω το αντίθετο απ’ αυτό που απέδειξε κάποιος άλλος
αρχ.
1. αποδεικνύω κι εγώ με τη σειρά μου
2. αναδεικνύω κάποιον σ’ ένα αξίωμα αντί για κάποιον άλλο.
(Α ἀνταποδεικνύω κ. -δείκνυμι)
αποδεικνύω το αντίθετο απ’ αυτό που απέδειξε κάποιος άλλος
αρχ.
1. αποδεικνύω κι εγώ με τη σειρά μου
2. αναδεικνύω κάποιον σ’ ένα αξίωμα αντί για κάποιον άλλο.