αντίκρυσμα

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το αντικρύζω
1. κατά πρόσωπο συνάντηση
2. αντιμετώπιση
3. θέα, κοίταγμα
4. ποσό που δίνεται για εγγύηση ή ασφάλεια σε χρηματιστικές πράξεις
5. κάτι χωρίς αντίκρυσμα
κάτι που δεν γίνεται αποδεκτό γιατί δεν έχει πραγματική αξία.