αντιστρέφω

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀντιστρέφω)
αλλάζω διεύθυνση, διάταξη ή σχέση σε κάτι
αρχ.
1. στρέφω κάτι προς το αντίθετο μέρος
2. στρέφομαι προς άλλη κατεύθυνση, κάνω μεταβολή
3. στρέφω το επιχείρημα κάποιου εναντίον του
4. (για όρους συλλογισμού) αλλάζω θέση
5. αρμόζω αντίστροφα προς ένα σκοπό ή προς άλλον
6. (-ομαι) αντίκειμαι, βρίσκομαι σε αμοιβαία αντίθεση με κάτι.