αντιστρέφω
Greek Monolingual
(Α ἀντιστρέφω)
αλλάζω διεύθυνση, διάταξη ή σχέση σε κάτι
αρχ.
1. στρέφω κάτι προς το αντίθετο μέρος
2. στρέφομαι προς άλλη κατεύθυνση, κάνω μεταβολή
3. στρέφω το επιχείρημα κάποιου εναντίον του
4. (για όρους συλλογισμού) αλλάζω θέση
5. αρμόζω αντίστροφα προς ένα σκοπό ή προς άλλον
6. (-ομαι) αντίκειμαι, βρίσκομαι σε αμοιβαία αντίθεση με κάτι.