αντιτίθεμαι
Greek Monolingual
(AM ἀντιτίθεμαι κ. -τίθημι)
1. είμαι αντίθετος σε κάτι, έχω διαφορετική άποψη για κάτι
2. αντιστέκομαι, εναντιώνομαι σε κάποιον
αρχ.
(-τίθημι)
1. αντιτάσσω
2. συγκρίνω
3. τοποθετώ κάτι ως αντάλλαγμα ή αντίτιμο.
(AM ἀντιτίθεμαι κ. -τίθημι)
1. είμαι αντίθετος σε κάτι, έχω διαφορετική άποψη για κάτι
2. αντιστέκομαι, εναντιώνομαι σε κάποιον
αρχ.
(-τίθημι)
1. αντιτάσσω
2. συγκρίνω
3. τοποθετώ κάτι ως αντάλλαγμα ή αντίτιμο.