αποθυμώ

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(-άω)
επιθυμώ πολύ κάτι που μου λείπει, λαχταρώ, νοσταλγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του επιθυμώ (πρβλ. και πεθυμώ, πιθυμώ, ποθυμώ) με παρετυμολογική επίδραση συνθέτων με το προρρηματικό από- ή πιθ. του ρ. ποθώ].