νοσταλγώ

From LSJ

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302

Greek Monolingual

(ΑΜ νοσταλγῶ, -έω)
διακατέχομαι από νοσταλγία
νεοελλ.
επιθυμώ πολύ κάτι, ποθώ κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόστος «επάνοδος, επιστροφή» + ἀλγῶ «πονώ» (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλαλγώ]..