νοσταλγώ

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188

Greek Monolingual

(ΑΜ νοσταλγῶ, -έω)
διακατέχομαι από νοσταλγία
νεοελλ.
επιθυμώ πολύ κάτι, ποθώ κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόστος «επάνοδος, επιστροφή» + ἀλγῶ «πονώ» (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλαλγώ]..