απονέμω

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἀπονέμω)
νεοελλ.
προσφέρω, χορηγώ τίτλο, βραβείο ή τιμητική θέση
αρχ.
Ι. 1. δίνω μερίδιο, μοιράζω, αποδίδω
2. (Λογ.) μερίζω, διαιρώ
3. δίνω στον εαυτό μου ένα μέρος
4. παίρνω για τον εαυτό μου, επωφελούμαι.