(AM ἀπονέμω)νεοελλ.προσφέρω, χορηγώ τίτλο, βραβείο ή τιμητική θέσηαρχ.Ι. 1. δίνω μερίδιο, μοιράζω, αποδίδω2. (Λογ.) μερίζω, διαιρώ3. δίνω στον εαυτό μου ένα μέρος4. παίρνω για τον εαυτό μου, επωφελούμαι.