(AM ἀποσβεννύω, Α κ. -σβέννυμι)1. εξαφανίζομαι2. σβήνω εντελώςνεοελλ.(για χρέη) εξοφλώαρχ.Ι. 1. (για φωτιά) σβήνω τελείως2. εξαλείφωII. (-υμαι)1. εκλείπω, στειρεύω, σταματώ2. εξασθενώ, εξαντλούμαι3. αφανίζομαι, χάνομαι, πεθαίνω.