οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
αποσβήνω (AM ἀποσβεννύω, Α κ. ἀποσβέννυμι)
1. εξαφανίζομαι
2. σβήνω εντελώς
νεοελλ.
(για χρέη) εξοφλώ
αρχ.
Ι. 1. (για φωτιά) σβήνω τελείως
2. εξαλείφω
II. (-υμαι)
1. εκλείπω, στειρεύω, σταματώ
2. εξασθενώ, εξαντλούμαι
3. αφανίζομαι, χάνομαι, πεθαίνω.