εξοφλώ

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source

Greek Monolingual

και ξοφλώ, -άω και -έω (Μ ἐξοφλῶ, -έω)
1. πληρώνω χρέος, αποδίδω ποσό που οφείλω σε κάποιον («εξοφλώ τα χρέη μου», «να εξοφλήσετε τον λογαριασμό»)
2. ανταποδίδω υπηρεσία, εξυπηρέτηση κ.λπ.
3. αποφυλακίζω, απελευθερώνω
νεοελλ.
1. διακόπτω τις δοσοληψίες με κάποιον ή παύω να ασχολούμαι με κάτι («ξόφλησα μαζί της», «ξόφλησα με την υπηρεσία»)
2. απογοητεύω κάποιον
3. εκπληρώνω μια προσδοκία
4. καταστρέφω, ερημώνω
5. φρ. «ξοφλώ με το κεφάλι μου» — πληρώνω με τη ζωή μου
6. (μτχ. παθ. παρακμ.) ξοφλημένος, -η, -ο
κατεστραμμένος ή τελείως αποτυχημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οφλώ (μτγν. τ. του οφλισκάνω «οφείλω»].