απόσχιση

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἀπόσχισις)
βίαιη απόσπαση, αποχωρισμός
νεοελλ.
η αποχώρηση κάποιου από την πολιτική παράταξη στην οποία ανήκει ή η μεταπήδηση του σε άλλη πολιτική παράταξη, η αποσκίρτηση
αρχ.
(για φλέβες) διαίρεση, διακλάδωση.