η (AM ἀπόφασις) αποφαίνω1. οριστική γνώμη, τελική κρίση2. δικαστική απόφαση, ετυμηγορίανεοελλ.1. διαταγή, διάταξη2. φρ. «το πήρε απόφαση» — πείστηκε οριστικάαρχ.-μσν.απάντηση, απόκρισηαρχ.κατάλογος, απογραφή.