αφεγγής

Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές και άφεγγος, -η, -ο (AM ἀφεγγής, -ές) φέγγος
ο δίχως φέγγος, ο σκοτεινός
νεοελλ.
επίρρ. άφεγγα
πριν ξημερώσει
αρχ.
1. αόρατος, αμυδρός, δυσδιάκριτος
2. ατυχής, δυστυχισμένος
3. ο τυφλός
4. φρ. «νυκτὸς ἀφεγγὲς βλέφαρον» — το φεγγάρι
5. «φῶς ἀφεγγὲς» — το φως που δεν είναι φως (για τους τυφλούς).