αφεγγής
Greek Monolingual
-ές και άφεγγος, -η, -ο (AM ἀφεγγής, -ές) φέγγος
ο δίχως φέγγος, ο σκοτεινός
νεοελλ.
επίρρ. άφεγγα
πριν ξημερώσει
αρχ.
1. αόρατος, αμυδρός, δυσδιάκριτος
2. ατυχής, δυστυχισμένος
3. ο τυφλός
4. φρ. «νυκτὸς ἀφεγγὲς βλέφαρον» — το φεγγάρι
5. «φῶς ἀφεγγὲς» — το φως που δεν είναι φως (για τους τυφλούς).