Ι. 1. στηρίζω κάτι σε ορισμένη βάση, θεμελιώνωII. (-ομαι)1. στηρίζομαι σε κάποια εγγύηση2. έχω ελπίδα, πεποίθηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < βάσις(-η). Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833)].