βούλιαγμα
Greek Monolingual
το
1. καταβύθιση, καταποντισμός
2. καθίζηση, κατάρρευση
3. λάκκος, βαθούλωμα
4. ηθική ή οικονομική καταστροφή.
το
1. καταβύθιση, καταποντισμός
2. καθίζηση, κατάρρευση
3. λάκκος, βαθούλωμα
4. ηθική ή οικονομική καταστροφή.