δαυλί

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. μικρός δαυλός
2. φρ. «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα» — για όσους μιλούν ασυνάρτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαυλίον, υποκοριστικό του μσν. δαυλός (πρβλ. γαστρίον-γαστρί, δαυκίον-δαυκί, καρφίον-καρφί].