διασυρμός

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ὁ,

   A disparagement, ridicule, Phld.Vit.p.37 J., D.S.14.109, Longin.38.6, Ph.2.571 (pl.), Artem.3.25.

German (Pape)

[Seite 604] ὁ, das Durchziehen, Verspotten; τῶν ποιητῶν D. Sic. 14, 109; καὶ κατάγελως, Artemid. 3, 24.

Greek (Liddell-Scott)

διασυρμός: ὁ, περίπαιγμα, περίγελως, Διόδ. 14. 109, κτλ.· ἰδίως, σχῆμα τοῦ λόγου, οὗ παράδειγμα ὑπάρχει παρὰ Δημ. 305. 3 κἑξ.· πρβλ. διασύρω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
menosprecio, burla c. gen. obj. τῶν ποιημάτων D.S.14.109, εὐηθείας I.Ap.1.205, abs., Aristo Phil.14.6, Ph.2.571, Artem.3.24, Lyd.Mag.1.41
ret. ridículo, sátira Aquila 26.20, Alex.Fig.1.26, δ. τῶν ἔξω φιλοσόφων Sátira de los filósofos paganos Herm.Irris.tít., como figura con la que se exagera lo intrascendente o se minimiza lo importante, Longin.38.6, Tib.Fig.44, Isid.Etym.2.21.42.

Greek Monolingual

ο (AM διασυρμός)
διαπόμπευση, δημόσιος εξευτελισμός
νεοελλ.
δυσφήμηση της τιμής, της υπολήψεως
αρχ.
σχήμα λόγου που εξογκώνει το ασήμαντο —παραβάλλοντάς το με το σημαντικό— για να το γελοιοποιήσει.