διᾴττω

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

   A v. διαΐσσω.

Greek (Liddell-Scott)

διᾴττω: ἴδε ἐν λ. διαΐσσω.

French (Bailly abrégé)

v. διαΐσσω.

Greek Monolingual

διᾴττω (Α) αΐσω
διαΐσσω, εκτινάσσομαι, αναπηδώ

Greek Monolingual

διαττῶ (-άω) (Α)
κοσκινίζω καλά, ψιλοκοσκινίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. (δια-) ττάω ανάγεται σε τ. τFαyω < ΙΕ tuā- «κοσκινίζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. titau- «κόσκινο» λιθ. tvoju «μάχομαι», αν και σημασιολογικώς διαφορετικό από το ελλ. διαττάω)].