εἴδομαι

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

   Α Med., pres. εἴδομαι, Ep. ἐείδεται Theoc.25.58, part. ἐειδόμενος Pi.N..10.15: aor. εἰσάμην, Ep. part. ἐεισάμενος Il. 2.22, al.:—only Ep.and Lyr., to be seen, appear, εἴδεται ἄστρα they are visible, appear, 8.559; εἰ. ἦμαρ ὑπὸ Τρώεσσι δαμῆναι 13.98; εἴσατο δέ σφι δεξιός 24.319; ὅπη τὸ Ταρτάρειον εἴδεται βάθρον Epigr.Gr.1034.19 (Callipolis), cf. Od.5.283; perh. also οὔ πῃ χροὸς εἴσατο none of the skin was visible, Il.13.191.    2 c. inf., appear or seem to be, τὸ δέ τοι κὴρ εἴδεται εἶναι 1.228; τοῦτό τί μοι κάλλιστον ἐνὶ φρεσὶν εἴδεται εἶναι Od.9.11, etc.: with inf. omitted, οἱ τό γε κέρδιον εἴσατο θυμῷ 19.283, etc.; οὐ μέν μοι κακὸς εἴδεται Il.14.472, cf. Theoc. 25.58; also, look like or make a show of... εἴσατ' ἴμεν ἐς Λῆμνον he made a show of going to Lemnos, Od.8.283; εἴσατο δ' ὡς ὅτε ῥινόν it had the look as of a shield, 5.281.    3 strictly middle, c. dat., εἴσατο φθογγὴν Πολίτῃ she made herself like Polites in voice, Il.2.791, cf. 20.81; αὐδὴν εἰσάμενός τινι Rhian.50: esp. in part., like, εἰδομένη κήρυκι Il.2.280, etc.; τῷ δ' ὄψιν ἐειδόμενος Pi.N.10.15; εἰδόμενος τοκεῦσιν A.Ag.771 (lyr.); φάσμα εἰδόμενόν τινι Hdt.6.69.

German (Pape)

[Seite 723] s. εἴδω; εἶδον, aor. II. zu ὁράω.

Greek (Liddell-Scott)

εἴδομαι: εἶδον, ἴδε ἐν λ. *εἴδω Α.

French (Bailly abrégé)

v. *εἴδω.

English (Autenrieth)

see εἴδω, I.

English (Slater)

εἴδομαι (
   1 ϝειδ- (P. 4.21) ) seem, look like c. dat. “θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳ” (P. 4.21) (Ἀμφιτρύων) τῷ ὄψιν ἐειδόμενος ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν (N. 10.15)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ép. y poét. ἐείδ- Pi.N.10.15, Theoc.25.58, Gr.Naz.M.37.670

• Morfología: [aor. ind. εἴσατο Il.2.791, 13.191, 24.319, part. εἰσάμενος Rhian.50, ἐεισάμενος Cod.Vis.Abel.28]
I rel. la vista
1 c. suj. no de pers. hacerse visible, aparecer εἴδεται ἄστρα Il.8.559, cf. Arat.78, νῦν δὴ εἴδεται ἦμαρ ὑπὸ Τρώεσσι δαμῆναι Il.13.98, οὔ πῃ χροὸς εἴσατο no se veía por ningún sitio la piel debido a la armadura Il.13.191, c. dat. de pers. εἴσατο δέ σφι δεξιός (αἰετός) Il.24.319, cf. Od.5.283, ὅπῃ τὸ Ταρτάρειον εἴδεται βάθρον por donde asoma el escalón del Tártaro Orác. en ISestos 11.20 (II d.C.).
2 de pers., dioses o anim. parecerse, ser semejante c. dat. gener. de pers. εἰδομένη κήρυκι Il.2.280, θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳ un dios con apariencia de hombre ref. a Tritón, Pi.P.4.21, εἰδομένα τοκεῦσιν A.A.772, cf. Q.S.1.56, 5.96, φάσμα εἰδόμενον Ἀρίστωνι Hdt.6.69, γάλακτι εἰδόμεναι de vacas blancas, A.R.4.978, c. ac. de rel. εἴσατο δὲ φθογγὴν ... υἷϊ Πριάμοιο Il.2.791, cf. 20.81, τῷ ὄψιν ἐειδόμενος Pi.N.10.15, ἠοῖ εἰδομένη Call.Fr.67.13, αὐδὴν εἰσάμενος Νικοτελείῃ Rhian.50, Μέντορι εἰδόμενος ... δέμας Fauorin.Fr.67, πουλυπόδης τις ἐειδόμενος χρόα πέτραις Gr.Naz.M.37.670
tard. c. gen. de cosa χόρτοιο ἐεισάμενος Cod.Vis.Abel.28.
II rel. la mente
1 parecer c. pred. nominal y dat. de pers. οὐ μέν μοι κακὸς εἴδεται Il.14.472, τὸ δέ τοι κὴρ εἴδεται εἶναι Il.1.228, τοῦτό τί μοι κάλλιστον ἐνὶ φρεσὶν εἴδεται εἶναι Od.9.11, οἱ τό γε κέρδιον εἴσατο θυμῷ Od.19.283, καί σφιν ἀριθμὸς ἐτήτυμος εἴδετο μέτρου y a ellos el número de la medida les pareció verdadero Hes.Fr.278.11, βασιλεῦσιν ἐείδεται ... σαώτερος ἔμμεναι οἶκος a los reyes les parece que sus dominios están más seguros Theoc.25.58
c. adv. παρεὼν δὲ μάλα σχεδὸν εἴδετο πόρρω y a pesar de estar muy cerca parecía lejos Theoc.13.60
fig. simular, fingir εἴσατ' ἴμεν ἐς Λῆμνον simuló que marchaba hacia Lemnos, Od.8.283.
2 c. inf. de verb. de acción pensar, creer Ὑψιπύλην δ' εἴσαντο καταφθιμένοιο Θόαντος ... ἀνασσέμεν creyeron que, habiendo muerto Toante, Hipsípila gobernaba A.R.1.718; v. tb. ὁράω.

• Etimología: Pres. sobre la r. *u̯eid-, que da lugar a 1 εἶδος q.u.

Greek Monolingual

βλ. είδω.