εισέχω

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

εἰσέχω (Α)
1. προχωρώ μέσα σε κάτι, εισχωρώ
2. έχω έξοδο σε... («ἦν γὰρ δὴ θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα»)
3. είμαι κοίλος
4. (το ουδ. μτχ. εν.) τὸ ἐσέχον
(στη ζωγραφική) αυτό που εικονίζεται να βρίσκεται στο εσωτερικό.