είτε
Greek Monolingual
(AM εἴτε, Α και δωρ. τ. αἴτε)
(διαζευκτικός σύνδεσμος)
1. χωρίζει α) δυο ισοδύναμα ή αντίθετα νοήματα
συχνά ακολουθείται και από άλλο σύνδεσμο) π.χ. και, ουν, άρα, αυ για μεγαλύτερη έμφαση («εἴτε πετύχω εἴτε αποτύχω», «εἴτ' οὖν θανόντος εἴτε καὶ ζῶντος πέρι λέγω», Αισχ.)
β) απλές έννοιες όπως ουσιαστικά, επίθετα κ.λπ. («τὴν εἴθ' ἡδονὴν εἴτε ἀπονίαν ἠ εὐστάθειαν», Πλούτ.)
συχνά το πρώτο από τα δύο είτε παραλείπεται («πόλις εἴτε ἰδιῶταί τινες», Πλάτ.)
2. συχνά το πρώτο είτε αντικαθίσταται
α) με το εἰ («μάθε, εἰ λέγουσι Πέρσαι ἀληθέα, εἴτε αὐτοὶ λέγοντες ταῡτα παραφρονέουσι», Ηρόδ.)
β) με το ἤ («ἤ ῥα κλυτῶν ἐνάρων ψευσθεῑσα δώροις εἴτ' ἐλαφαβολίας;», Σοφ.)
3. χρησιμοποιείται σε πλάγιες ερωτήσεις αντί για το ει («σάφα εἰπέμεν ὁππόθ' ὄλωλεν εἴθ' ὅγ' ἐπ' ἠπείρου..., εἴτε καὶ ἐν πελάγει», Οδ.)
μσν.
1. ότι (ειδικό)
2. «εἴτε δέ» — αλλιώς, ειδεμή.